συνάψαν

συνάψαν
συνάπτω
join together
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Άουγκσμπουργκ — (Augsburg). Πόλη (252.400 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη της Σουηβίας. Χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Βέρταχ και Λεχ, είναι σημαντικό κέντρο της μεταλλουργικής, υφαντουργικής και… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Βενιέρι — (Venieri, 13ος – 18ος αι.). Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Βενετίας. Στη διανομή των εδαφών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που ακολούθησε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), οι Β. έλαβαν τα Κύθηρα (1207). Προς το τέλος… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Καμπρέ — (Cambrai). Πόλη (33.700 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Νορ. Βρίσκεται στον ποταμό Εσκό, στο στόμιο της διώρυγας του Σεν Καντέν, η οποία ενώνει τον Εσκό με τον Ουάζ (δεξιό παραπόταμο του Σηκουάνα). Το Κ. διαθέτει διάφορες βιομηχανίες …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • Ναβαραίων, Εταιρεία — Στρατιωτική οργάνωση μισθοφόρων από τη Ναβάρα, που πήραν μέρος σε όλους σχεδόν τους πολέμους από τον 10o έως τον 17ο αι. Η πρώτη συμμετοχή της Ε.Ν. στους πολέμους αναφέρεται στον 14o αι. στον πόλεμο του βασιλιά της Ναβάρας Κάρολου B’ εναντίον του …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”